túrgido - ορισμός. Τι είναι το túrgido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι túrgido - ορισμός


túrgido      
adj. (-1661 cf. MRLuz)
1 que adquiriu turgidez; dilatado, inflado, intumescido, inchado
trazia o rosto t. e a expressão desesperada
2 que sobressai pela plenitude, perfeição
apesar da roupa severa, a forma t. dos seios deixava-se entrever
2.1 gordo, cheio
um bufão cujo corpo t. levava ao riso enquanto constrangia
3 -bio que tem a pressão interna ideal, apresentando a superfície retesada (diz-se de célula)
4 p.ext.
-bio que apresenta células com essas características (diz-se de tecido ou órgão)
-etim lat . turgìdus,a,um 'inchado, entumescido'; ver turg- -sin/var em todas as acp.: turgente; ver tb. sinonímia de intumescido -ant flácido
túrgido      
adj (lat turgidu)
1 Dilatado, por conter grande porção de humores; inchado, túmido.
2 Diz-se do estilo empolado.
Túrgido      
adj.
Dilatado, por conter grande porção de humores.
Inchado; túmido.
(Lat. "turgidus")